εθιμοταξία

εθιμοταξία
η
η εθιμοτυπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εθιμοταξία — η η εθιμοτυπία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εθιμοτυπία — η 1. σύνολο των παραδοσιακών κανόνων κοινωνικής ευπρέπειας και καλής συμπεριφοράς, εθιμοταξία, ετικέτα. 2. το σύνολο των κανόνων υποχρεωτικής συμπεριφοράς, που εφαρμόζονται στις επίσημες θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές και εμφανίσεις, στις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”